- προσκυνητήριο
- το / προσκυνητήριον, ΝΜΑτόπος προσκύνησης και, ιδίως, τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. -τήριο(ν), πρβλ. μελετη-τήριον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκυνητάρι(ο) — το / προσκυνητάριον, ΝΜ βιβλίο το οποίο περιέχει περιγραφές ιερών προσκυνημάτων («το προσκυνητάρι τού Αγίου Τάφου») νεοελλ. 1. εκκλ. έπιπλο ορθόδοξου ναού σε σχήμα αναλογίου, μαρμάρινο, ξυλόγλυπτο ή μεταλλικό, με ή χωρίς κιβώριο, μπροστά στο… … Dictionary of Greek
προσκυνητήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ τόπος προσκύνησης, προσκυνητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμη τήρ)] … Dictionary of Greek